ἔθελ'

ἔθελ'
ἔθελε , ἐθέλω
to be willing
pres imperat act 2nd sg
ἔθελε , ἐθέλω
to be willing
imperf ind act 3rd sg
ἔθελε , ἐθέλω
to be willing
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γουότερς, Έθελ — (Ethel Waters, Πενσιλβάνια 1896 – 1977). Αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Από τις πρωτοπόρους των μπλουζ που πέρασαν γρήγορα στο θέατρο και στη μεγάλη οθόνη, θεωρείται η πρώτη μαύρη σταρ. Σε αυτό… …   Dictionary of Greek

  • Σμάιθ, Έθελ Μαίρη — (Smyth). Αγγλίδα συνθέτρια (Λονδίνο 1858 Γουόκινγκ, Σάρεϋ 1944). Σπούδασε στο Ωδείο της Λιψίας, στο πλευρό του Ράινεκε και του Γιάντασον και ιδιωτικά στον Ερτζογκένμπεργκ, που την ειδίκευσε στον Μπραμς. Αγωνίστηκε επίσης για τη χειραφέτηση της… …   Dictionary of Greek

  • Μπάριμορ — (Barrymore). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο μιας οικογένειας Αμερικανών ηθοποιών, αγγλικής καταγωγής, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Μπλάιθ (Blythe). Ο πατέρας Χέρμπερτ (Herbert, 1847 – 1905) άρχισε την καριέρα του στη γενέτειρά του Μεγάλη Βρετανία …   Dictionary of Greek

  • Athens — This article is about the capital of Greece. For other uses, see Athens (disambiguation). Athens Αθήνα Athīna …   Wikipedia

  • εθελούσιος — α, ο (AM ἐθελούσιος, α, ον) εκούσιος, αυτοπροαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλ ων κατά το πρότυπο τού εκούσιος] …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”